- απορραντήριον
- ἀπορραντήριον, το (Α)αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπορραντήρια — ἀπορραντήριον a vessel for sprinkling with holy water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)